Συνάντηση στο σταυροδρόμι της ιστορίας

 



Μέσα απ’ τα τραγούδια μας ανταμώσαμε ένα βράδυ,

γενιές που φύγανε,

γενιές που ήρθανε,

στου χρόνου το γαϊτάνι.

 

Φωτιά ανάψαμε σε άδειο ακρογιάλι,

κιθάρες, λύρες και αυλοί,

ηχήσανε και πάλι.

 

Λίγο πιο πέρα κάθισαν, σε μισοσκότεινη κρύπτη,

ο Όμηρος με τον Σολωμό,

κι ο Φεραίος δίπλα στον Ελύτη.

 

Συζήτηση πιάσανε για τα περασμένα,

τα χρόνια τα λαμπρά της πατρίδας,

 τ’ από πολλούς ξεχασμένα.

 

«Εγώ έγραψα ύμνο για την ελευθερία»

«Κι εγώ για τον Αχιλλέα που πολέμησε στην Τροία»

«Εγώ οραματίστηκα ελεύθερη την Ελλάδα»

«Κι εγώ έγραψα για χάρη της ποιήματα μεγάλα»

 

«Με την πέννα μου σχεδίασα τον ήλιο της δικαιοσύνης,

τη Μυρσίνη και την ελιά,

το πραγματικό σύμβολο της ειρήνης.»

 

Τότε σηκώθηκε ο Όμηρος,

ως ο γηραιότερος της παρέας,

λόγο να πει στη σύγχρονη γενέα.

 

«Τα όνειρα της νιότης ίδια μείνανε,

αγάπη και επανάσταση ζητάνε,

μα οι συνθήκες της ζωής αλλάξανε,

για τους επαναστάτες π’ αγαπάνε.

 

Κάθε καημός και βάσανο,

ζυμώνονται μ’ ελπίδα και με δάκρυ,

γλυκόπικρο ψωμί ταΐζουνε

της ζωής τον νέο διαβάτη.

 

Μα τούτο δίνει τη δύναμη για το παραπέρα,

στο να γίνουν οι νιοι λιοντάρια,

τους εχθρούς να κάνουν πέρα!»

 

Όλοι συγκινηθήκαν με τα λόγια του Ομήρου,

τις κούπες τους σηκώσανε να πιούνε προς τιμή του,

απ’ το γλυκό κρασί της αθανασίας,

που κάπου κρυμμένο στην Εδέμ,

ωριμάζει απ’ αρχή της ιστορίας.

 

Έτσι αγρυπνήσαν κάτω απ’ τ’ αιωνόβια αστέρια,

οι ψυχές των ποιητών που μιλήσαν με τ’ αθάνατά τους έργα.

Μα σαν ήρθε το γλυκοχάραμα στ’ ουρανού τον θόλο,

μ' ένα φτερούγισμα ευθύς και με μεγάλο πόθο,

αφεθήκαν καταγής, άδειες, οι χρυσές τους κούπες,

με 'κείνους να υψώνονται πάνω απ’ τα ουράνια νέφη,

για κει που τα όνειρα χτίσαν το αιώνιό τους στέκι.

 

  

Χριστίνα Αλεξίου 

Φωτογραφία:  pixabay

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Το έβγαλες;