Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2018

Σκιές

Εικόνα
Με γκρέμισες, με ρήμαξες     κι άφησες τα   σωθικά μου να κοιτούν τον ουρανό.     Η εφορία, είπες, αυτή φταίει.     Κι ο ήλιος τώρα μαυρίζει τα δοκάρια και τις πέτρες.     Κι η βροχή ξεκλειδώνει τις μνήμες και το χιόνι παγώνει τα μυστικά που ξεχειλίζουν πια από τα συρτάρια. Δεν μ΄ ενοχλεί ο ήλιος, η βροχή μήτε το χιόνι αυτά όμως τα μαύρα κοράκια δεν τα μπορώ. Έρχονται κάθε βράδυ, μόλις πέσει το σούρουπο  και γεμίζουν τις τσέπες   και τα μανίκια τους με πυρότουβλα.  Είναι καλά για το τζάκι, ψιθυρίζουν.  Μα ρωτήσατε τον ιδιοκτήτη; λέει ο γείτονας με την ίσια γραμμή στα χείλη.  Βεβαίως, βεβαίως λεν τα κοράκια μειδιώντας.  Και πηδούν τον φράχτη όπως έχουν έρθει  και φεύγουν μέσα στη νύχτα χωρίς κανείς άλλος να τους δει. Έτσι νομίζουν.  Γιατί δεν βλέπουν τις σκιές στην άκρη του δρόμου,  αυτές με το άσπρο πρόσωπο και το άδειο βλέμμα.  Το βλέμμα που τρέχει πίσω τους  και σαν μαχαιριά καρφώνεται στην πλάτη.      Κωνσταντινίδου Σεβαστή φωτογ

Ήρωες

Εικόνα
Κάθε βράδυ ζητούσε κάποιον να την προστατέψει. Μια μέρα ήρθε και έγινε λύκος έγινε δράκος «Κανείς δεν θα σε πειράξει δε θα σ’ αγγίξει όσο είμαι εγώ  εδώ. Στο ορκίζομαι, μικρή μου». Και εκείνη εύθραυστη καθώς ήταν κούρνιασε στην αγκαλιά του και άφησε τα μεγάλα χέρια να τη σκεπάσουν. Σαν πέρασε ο καιρός ήξερε πως έπρεπε να φύγει. Εκείνη είχε δυναμώσει μπορούσε να τα βάλει και με ολόκληρα θεριά δεν τον χρειαζόταν πια. Όμως δεν μπορούσαν ν’ αποχωριστούν ο ένας τον άλλο. Κι έτσι έμειναν μαζί όχι από ανάγκη αλλά επειδή αγαπιόντουσαν βαθιά.  Μαρία Ορτουλίδου Φωτογραφία  Sleeping with Dragons - Sigmadog

Ηλιοθεραπεία

Εικόνα
Μπλεχτήκανε τα πρέπει τους στα μακριά μαλλιά της πέτρες βαριές κρυφτήκανε κάτω από το φως του ήλιου κι έγιναν σάρκα από τη σάρκα της και οστά απ΄ τα οστά της Στο γύρισμα του κεφαλιού αντίβαρο στα θέλω να το τραβούνε σταθερά ολοένα προς τα κάτω τα βλέφαρα να ανοίγονται και να κοιτούν το χώμα σε μια ευθεία να ισορροπούν, ποτέ λίγο πιο πάνω Ανίκανα να σηκωθούν τα σύννεφα να δούνε και τ΄ άσπρο εκείνο πούπουλο  στο δέντρο να σκαλώνει. Κι ήρθε μία Άνοιξη κι ήρθε ένα Καλοκαίρι κι ένα πρωί που κουβαλά στους ώμους του το γέλιο και ξάπλωσε αυτή εκεί μέσα στις μαργαρίτες Τρεμόπαιξαν για μια  σταλιά τα μαύρα τα μαλλιά της κι απλώθηκαν αθόρυβα πάνω στην πρασινάδα και βγήκε ο ήλιος κι έλαμψε, κιτρίνισε η πλάση και χάιδεψε το πρόσωπο και το γυρτό κεφάλι κύλησαν  πάνω κι έπαιξαν κρυφτό οι ηλιαχτίδες και ζέσταναν και έκαψαν κάθε βαρύ φορτίο. Σαν άνοιξε τα μάτια της κι έκατσε στο χώμα τον κόσμο γύρω κοίταξε λες και γεννιέται τώρα Ο θόρυβος την τρόμ