Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2017

Οκτώ - Δέκα

Εικόνα
Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι Η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα Εκείνος έκανε να πει την προσευχή Έδεσε τα δάχτυλα μπροστά από το στόμα Κύριε, ευλόγησε τον πόνο, είπε, γιατί μόνον αυτός δίνει καρπούς Ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι Μα δε θα μείνεις λίγο ακόμη; τον ρώτησα, λείπεις τόσα χρόνια... Χαμογέλασε πικρά και μπήκε πάλι στην κορνίζα Μαρία Ζαγκλαρά Φωτογραφία pixabay

Έκδοχα Ονείρων

Εικόνα
Αιχμάλωτο πουλί σε νοητικά κλουβιά Αδυνατώ να πετάξω προς το φως περιορισμένος σε έκδοχα ονείρων Από μικρός παλεύω με τα αξεδιάλυτα του νου Κομμάτια ακανόνιστα οι σκέψεις τα πρέπει ατενίζουν της άνεσης την αίγλη Πως να ξεφύγω από τα όρια που ο ίδιος έχω θέσει; Πάντα θ΄ακροβατώ φορώντας κράνος και γυαλιά με δίχτυ ασφαλείας που μόνος θα έχω πλέξει Σοφία Κιόρογλου Φωτογραφία pixabay

Επιλογή

Εικόνα
Νιώθεις σαν ένα ανυπεράσπιστο έμβρυο μες τη βροχή. Χτυπάς τη γροθιά σου στον τοίχο. Ματώνει. Ουρλιάζεις. Λες πως με μισείς γιατί τώρα έγινες άνθρωπος, αισθάνεσαι και πονάς. Πήγες και κάθισες στο παγκάκι. Και μονολογείς «Δεν ξέρω πως φέρονται οι ερωτευμένοι. Δεν άκουσα και δε βγήκε από τα χείλη μου ποτέ αυτό το ρήμα. Δε μ’ αγκάλιασαν και δεν αγκάλιασα. Δε με χάιδεψαν και δε χάιδεψα. Ξέρω μονάχα να ξεριζώνω αναμνήσεις, να καταστρέφω το παρελθόν. Συνέχεια φεύγω, δεν μπορώ να μείνω σ’ ένα μέρος, μετά από λίγο γίνεται ξένο.» Σιωπή. Συνεχίζω. «Κι εγώ θέλω να  φύγω. Όλα εδώ με πνίγουν. Ένας κατήφορος κι εγώ περιμένω το τέλος. Αυτό το ρήμα το μισώ. Δε μ’ αρέσει ν’ αγγίζω τους ανθρώπους. Ίσως μόνο… Δεν μπορώ να γελάσω Δεν μπορώ να κλάψω. Δε νιώθω τίποτα. Περίεργο. Κάτι έχει αλλάξει, κάτι χτυπάει μέσα μου. Τι είναι; Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Τι συμβαίνει;» Με κοίταξες και είδα στα μάτια σου, για πρώτη φορά, φόβο. «Τι θα κάνουμε;» Και ο χρόνος σταμάτησε εκε

Φτερά

Εικόνα
Ο γιατρός προσπαθεί να μας  προετοιμάσει. Είναι ζήτημα ωρών, ακούω και δεν πιστεύω. Δεν θέλω και δεν μπορώ. Με κοιτάς με βλέμμα απλανές. Δε βλέπεις. Σου βάζω τα τραγούδια που σου αρέσουν, να σε βγάλω από το λήθαργο, να σε γυρίσω πίσω. Με κοιτάς, δείχνεις να ακούς. Με βγάζουν έξω, ο Γιώργος διαβάζει μια προσευχή, δακρύζει. Απορώ, γιατί; Ο Χρήστος προσπαθεί να σε αποχαιρετήσει, σου μιλάει. Φεύγω, θα σε δω αύριο που θα πέσει ο πυρετός. Χτυπάει το τηλέφωνο, 2.00 μμ. Έλα, το μηχάνημα έχει πρόβλημα, δεν μπορεί να αναπνεύσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Λες; Μήπως; Έρχομαι, ας πάρω τα καλά σου ρούχα, να σε ντύσω αν… ξέχασα τα παπούτσια, όχι… δεν νομίζω. Θα ζήσεις!!! Δεν μπορεί, δεν θα φύγεις, όχι σήμερα. Βλέμματα άδεια, πόνος βουβός… πού κρύφτηκαν όλοι; Ανοίγω την πόρτα. Ένα σεντόνι λευκό σε σκεπάζει. Δεν το σηκώνω. Το χέρι σου είναι  έξω, το αγγίζω, είναι ακόμα ζεστό. Το πιάνω, το φιλάω, το φιλάω. Δεν θέλω να το αφήσω, μη τυχόν και μου φύγεις. Γιατί; Αυτό το χέρι με έπιανε, με χάιδευε

Απουσία

Εικόνα
Ευχές, χρόνια που έρχονται, χρόνια που φεύγουν, άνθρωποι που χαράζουν την απουσία τους με λεπίδα. Κι εμείς εκεί, πιασμένοι στην αχτίδα του ήλιου, στην άκρη του φεγγαριού, να γίνεται η ματιά μας κουρνιαχτός, το δάκρυ μας ασημένια λίμνη και  η ανάσα των ονείρων μας χάδι απαλό και φιλί στο στόμα γι αυτούς που δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ πια, γι αυτούς  που ταξιδεύουν στα σύννεφα Ανδριάνα Γιδαροπούλου Φωτογραφία pixabay

Πρωί Πρωί

Εικόνα
Μες το μακρύ το νυχτικό και τη λευκή δαντέλα πρωί πρωί κατέβαινες τις σκάλες όλο χάρη∙ τα δυο φλιτζάνια του καφέ το χέρι σου θα πάρει και θα τ  αφήσει δίπλα μου∙ θα με φωνάξεις, «έλα». Θυμάμαι πως σε κοίταζα την πόρτα μου ν ανοίγεις, πως έλαμπε το πρόσωπο στο πρωινό της μέρας και τα μαλλιά πως τρέμανε σαν φύσαγεν αγέρας. Πώς έτρεμε και η καρδιά μην τύχει και μου φύγεις. Σε βλέπω που πλησίαζες με βλέμμα όλο γλύκα, τα χέρια να τυλίγονται κι ένα φιλί να σκάει, να σκύβω και να σε κρατώ, να διώχνω κάθε πίκρα. Και τώρα που μαι μοναχός χωρίς εσένα πλάι, χωρίς φιλί, χωρίς καφέ, χωρίς το φως του κόσμου, κοιτώ την πόρτα και θαρρώ πως είσαι πάλι μπρος μου. Στους γονείς μου Σέβη Κωνσταντινίδου Φωτογραφία pixabay

Αποδράσεις

Εικόνα
Μ΄ένα κλωνί βασιλικό στα χέρια να μυρίζω και μ΄ ένα άσπρο φόρεμα μια μέρα θα το σκάσω Θ΄ανέβω πόθους και χαρές χαλίκια θα πατήσω και τα γυμνά τα πόδια μου θα τρέχουν στα λαγκάδια. Μες στις σπηλιές θα χώνομαι και κάτω από τα δέντρα κρυφτό θα παίζω ακούραστο με το λευκό το φως. Θυμάρια θα σκαλώνουνε στα μαύρα τα μαλλιά μου και ρίγανη στα χέρια μου βραχιόλι ακριβό. Σαν θα πεινώ θ΄ αναζητώ καρύδια κι άγρια μήλα και μια γουλιά άσπρο ουρανό για να με ξεδιψάσω Κι όταν ματώσουν τα γυμνά, τα τρυφερά μου πόδια θ΄ απλώσω κάτω για ποδιά το άσπρο μου φουστάνι να πέσουν τ΄ άστρα του ουρανού κι όλα να τα μαζώξω, να φτιάξω χαμόγελα χρυσά για τα μακριά μαλλιά μου να χτενιστώ, να στολιστώ μόνο για σε, καλέ μου. Σέβη Κωνσταντινίδου  Φωτογραφία pixabay

Στις τσέπες κουδουνίζουν οι έγνοιες τους

Εικόνα
Ξυπνάνε… Κι έχουν στα μάτια, ακόμα, του ύπνου ακμαία, τα κρόσσια!... Πίνουν απ΄τον καφέ τους, μια γουλιά… Ρίχνουν μια γρήγορη ματιά, στον καθρέφτη… Ξεκινάνε!... Στις τσέπες, κουδουνίζουν οι έγνοιες τους… Κι είναι κιόλας, η μέρα γύρω από το λαιμό της περασμένη!... Γι άλλους κολιέ. Γι άλλους θηλειά!... Τάσος Σ. Μάντζιος Φωτογραφία pixabay