Το κίτρινο τριαντάφυλλο




Έχωσε  το χέρι του στη δασιά φυλλωσιά του καταπράσινου φράχτη, για να κόψει ένα τριαντάφυλλο.  Ήταν μικρό και δροσερό, όπως η αγαπημένη του. Το χρώμα του κίτρινο, ταίριαζε με την προσωπικότητα της, αισιόδοξη και παρορμητική. Ήταν το δέκατο έβδομο  που έκοβε για χάρη της, όσα και τα χρόνια της.
 - Το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους… του παραπονέθηκε για την επιλογή του, την πρώτη φορά.
 - Είναι φωτεινό, όπως το χαμόγελο σου! της διόρθωσε το σκεπτικό εκείνος.
  Αμέσως το καθαρό πρόσωπο της έλαμψε από χαρά, ενώ το στόμα της γέλασε με ικανοποίηση.     Αυτό που κρατούσε στα χέρια του, θα της το πρόσφερε απόψε, ανήμερα των γενεθλίων της. Θα συνοδευόταν με την πολυπόθητη πρόταση, που όλα τα κοριτσόπουλα κάποτε θέλουν να ακούσουν από το στόμα του καλού τους.
  Συναντήθηκαν στο κοντινό άλσος, στο γνωστό παγκάκι. Την υποδέχτηκε με το τριαντάφυλλο και ένα γλυκό φιλί.
- Χρόνια πολλά!
 Εκείνη το κράτησε στα απαλά της  χέρια και κάθισε μαζί του στο παγκάκι. Καθώς  χάιδευε το μάγουλό της με το τριαντάφυλλο χαζεύοντας στο πλάι  του την όμορφη σελήνη,  κάτι έπεσε μέσα από τα ροδοπέταλα κουδουνίζοντας πάνω στο τσιμέντο. Η άκρη του ματιού της αιχμαλωτίστηκε από τη λάμψη του. Έσκυψε και το σήκωσε.  Ήταν ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι με ένα μικρό διαμαντάκι στην κορυφή.
- Ήταν της συγχωρημένης της μητέρας μου… τώρα είναι δικό σου! της είπε με σοβαρότητα ο νέος και της το πέρασε αργά στα λεπτεπίλεπτα κρινοδάχτυλα της.
   Δάκρυα συγκίνησης κύλησαν στο ροδοχαϊδεμένο μάγουλο της. Απόμειναν να κοιτιούνται αμίλητοι, ενώ μια έντονη θέρμη τους φλόγιζε την καρδιά.
- Σαράντα μικρά, κίτρινα μπουμπούκια θα στολίζουν τη νυφική σου ανθοδέσμη… Κατάφερε να της ψελλίσει ο ερωτοχτυπημένος νέος.
  Η κοπέλα  χαμογέλασε πλατιά με ευχαρίστηση, ενώ ένιωσε  εκατομμύρια μικρές πεταλούδες να βγαίνουν φτερουγίζοντας από την καρδιά της. Ευτυχώς  που δεν την πήραν μαζί τους, αλλά παρέμεινε στη θέση της να χτυπά δυνατά.
  Οι γονείς της δεν τον θέλανε για γαμπρό τους. Αντιπαθούσαν τόσο την οικογένεια του, όσο και την κοινωνική του θέση. Ο πατέρας της χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι.
- Δεν θα πάρεις αυτόν τον ξυπόλητο, τελεία και παύλα! της δήλωσε κατηγορηματικά.
  Μα η κόρη ήταν πεισματάρα, όπως ακριβώς και ο πατέρας της.
«Ξυπόλητος εκείνος, ξυπόλητη και εγώ!» μουρμούρισε φεύγοντας από το δωμάτιο.
 Τα μεσάνυχτα μπήκε σαν τη γάτα αθόρυβα στο δωμάτιο της υπηρεσίας.  Η μικρή ψυχοκόρη, που είχαν για υπηρέτρια, κοιμόταν βαθιά. Ευτυχώς το πατζούρι ήταν διπλωμένο, αφήνοντας το φως του φεγγαριού να μπαίνει στην κάμαρα.
  Η νέα άπλωσε το αστραφτερό νυφικό, που της το είχε ραμμένο η μητέρα της από τα δώδεκά της  χρόνια, σε μια καρέκλα με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο επάνω: «Δικό σου». Έπειτα ντύθηκε τα φτωχικά ρούχα της ψυχοκόρης και έφυγε. Ξυπόλητη βγήκε στον κήπο.  Τα πέλματα της περπατούσαν γοργά πάνω στο δροσερό γρασίδι.  Φτάνοντας  στην αυλόπορτα άπλωσε το χέρι της, κόβοντας το τελευταίο κίτρινο τριαντάφυλλο.  Το μοναδικό που θα πρόσφερε εκείνη στον αγαπημένο της. Κλείνοντας την καγκελωτή αυλόπορτα έριξε μια τελευταία ματιά στο πατρικό της.
- Αντίο… ψέλλισε συγκινημένη, λίγο πριν η νεανική της σιλουέτα χαθεί στα μαύρα σκοτάδια της θερινής νύχτας.




Χριστίνα Αλεξίου
Φωτογραφία Φωτό Ζωγράφος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Επισκέψεις από μακριά