Σκιές




Με γκρέμισες, με ρήμαξες
   κι άφησες τα  σωθικά μου να κοιτούν τον ουρανό.
   Η εφορία, είπες, αυτή φταίει.
   Κι ο ήλιος τώρα μαυρίζει τα δοκάρια και τις πέτρες.
   Κι η βροχή ξεκλειδώνει τις μνήμες
και το χιόνι παγώνει τα μυστικά που ξεχειλίζουν πια από τα συρτάρια.
Δεν μ΄ ενοχλεί ο ήλιος, η βροχή μήτε το χιόνι
αυτά όμως τα μαύρα κοράκια δεν τα μπορώ.
Έρχονται κάθε βράδυ, μόλις πέσει το σούρουπο
 και γεμίζουν τις τσέπες  και τα μανίκια τους με πυρότουβλα.
 Είναι καλά για το τζάκι, ψιθυρίζουν.
 Μα ρωτήσατε τον ιδιοκτήτη; λέει ο γείτονας με την ίσια γραμμή στα χείλη.
 Βεβαίως, βεβαίως λεν τα κοράκια μειδιώντας.
 Και πηδούν τον φράχτη όπως έχουν έρθει
 και φεύγουν μέσα στη νύχτα χωρίς κανείς άλλος να τους δει.
Έτσι νομίζουν.
 Γιατί δεν βλέπουν τις σκιές στην άκρη του δρόμου,
 αυτές με το άσπρο πρόσωπο και το άδειο βλέμμα.
 Το βλέμμα που τρέχει πίσω τους
 και σαν μαχαιριά καρφώνεται στην πλάτη.
    

Κωνσταντινίδου Σεβαστή
φωτογραφία Ποζουκίδου Καλλιόπη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Επισκέψεις από μακριά