Βρυκόλακες







Εκείνη τη χρονιά πλάκωσαν σαν ακρίδες οι βρυκόλακες.
Μας κυνηγούσαν, μας  έπιναν το αίμα
μας ρουφούσαν κάθε ικμάδα ζωής
Τους συναντούσες στα θέατρα, στις αίθουσες εκπαίδευσης,
στην αγορά, παντού
Εμείς αδύναμοι κυκλοφορούσαμε ανάμεσά τους,
σέρναμε την ψυχή μας με ένα κορδόνι περασμένο
στο λαιμό της
κι αυτή ακολουθούσε κάθε μας βήμα.
Οι πιο επικίνδυνοι  δεν ήταν  αυτοί
αλλά εκείνοι οι φίλοι που κρεμούσαν οδηγίες πλεύσης
στα κλαδιά του δέντρου της αυλής
Μη μιλάς, μη λες τίποτα, κοίτα τη δουλειά σου
κάτσε, λίγο αίμα θα πιουν, δεν θα πεθάνεις
Έτσι βρήκαν συμμάχους στις εκμυστηρεύσεις της νύχτας
και στις φλούδες των πορτοκαλιών
Δεν μας ενοχλούσε το αίμα,
Όχι,
αυτό που ενοχλούσε ήταν η αγένειά τους,
οι προσβολές τους, τα σαρκαστικά χαχανητά τους.
Ναι,
Στερούνται εκείνης της παιδείας που μικρός ενστερνίζεσαι,
να μιλάς ευγενικά
Αλλά, έτσι είναι, αγαπητέ μου, οι βρυκόλακες,
κάνουν προπόνηση στην κακία
και μόνο απαιτούν
Κι εμείς ακολουθήσαμε τις συμβουλές των φίλων.
Ναι,
δεχτήκαμε τις συμβουλές τους
και γίναμε και μεις 
βρυκόλακες.


Σέβη Κωνσταντινίδου
Πρώτη Δημοσίευση
Φωτογραφία kertuu/ pixabay

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Επισκέψεις από μακριά