Η ποδιά της μάνας
Το πέτρινο σπίτι του έστεκε θεοσκότεινο. Αρχοντόσπιτο, το θυμόταν στις δόξες του με γλέντια και χαρές. Η μάνα του, η Αναστασιά, είχε την αυλή πεντακάθαρη, γύρω γύρω περιποιημένα πολύχρωμα χαλάκια από λουλούδια και στη μέση έστεκε το πηγάδι πετροστολισμένο με μεράκι από τον συχωρεμένο τον παππού του. Συνήθως στο χωριό σε ένα σπίτι συνυπήρχαν οικογένειες ενώ εδώ κατοικούσε μόνο η οικογένεια του Γιωργή. Μέσα είχε ένα μεγάλο οντά με έναν πυρομάχο που δεξιά και αριστερά είχε μεντερλίκια στρωμένα με κόκκινες φλοκάτες τις οποίες στόλιζαν λευκά μαξιλάρια από τα προικιά της μάνας. Η κουζίνα τους όμως ήταν το καλύτερο σημείο του σπιτιού. Ήταν μέσα στο σπίτι και όταν η μάνα μαγείρευε, ευωδίαζε παντού. Υπήρχε ζωή εκεί μέσα και ο Γιωργής την έβλεπε σαν ένα ανθρώπινο μελίσσι. Η μάνα να μαγειρεύει, οι δίδυμες παρακόρες να συμμαζεύουν και γυναίκες να μπαινοβγαίνουν. Οι φιλενάδες της μάνας που πετάγονταν για λίγο να πουν τα δικά τους, η γειτόνισσα που ερχόταν να δανειστεί κάτι και ξεχνι