Ποτέ δεν είσαι ήσυχος

- Διάολοι, ε, διάολοι, είπε κι άφησε το δεύτερο κουταλάκι στον νεροχύτη πλαταγίζοντας τα χείλη. Με την ξύλινη κουτάλα ανακάτεψε ακόμη μια φορά το φαγητό και σιγούρεψε την ένταση της κουζίνας στο μισό. «Είναι σχεδόν έτοιμο», σκέφτηκε και μετά ξανάπιασε τους διαόλους από κει που τους είχε αφήσει. - Διάολοι, ε, διάολοι, ξανάκανε κι άρχισε να πλησιάζει τις φωνές και τις εικόνες. Συνήθεια κακή, να της αφήνει την τηλεόραση ανοικτή κάθε φορά που έφευγε. Λες κι ήθελε να της υπενθυμίζει την παρουσία του ή την απουσία του όσο αυτός θα έπινε το πρωινό τσιπουράκι στο καφενείο. Αυτή προτιμούσε το πορτοκαλί ραδιοφωνάκι της, από τότε που ήταν κοριτσάκι ακόμη, εδώ και 60 χρόνια. Κοίταξε τη σκόνη και τα χαλάσματα, κάτι σκιές να τρέχουν εδώ κι εκεί, βουή και θόρυβος πάνω από τα κεφάλια. Ο εκφωνητής με ήρεμη φωνή εξηγούσε, δεν άκουσε και πολλά. Κάτι για χημικά, κάτι για ειρήνη, κάτι για παιδιά… - Χημικά και σκατά, είπε και άπλωσε τις παλάμες ανοικτές τη μια πάνω στην άλλη. ...