Ηλιοθεραπεία




Μπλεχτήκανε τα πρέπει τους στα μακριά μαλλιά της
πέτρες βαριές κρυφτήκανε κάτω από το φως του ήλιου
κι έγιναν σάρκα από τη σάρκα της και οστά απ΄ τα οστά της
Στο γύρισμα του κεφαλιού αντίβαρο στα θέλω
να το τραβούνε σταθερά ολοένα προς τα κάτω
τα βλέφαρα να ανοίγονται και να κοιτούν το χώμα
σε μια ευθεία να ισορροπούν, ποτέ λίγο πιο πάνω
Ανίκανα να σηκωθούν
τα σύννεφα να δούνε
και τ΄ άσπρο εκείνο πούπουλο  στο δέντρο να σκαλώνει.

Κι ήρθε μία Άνοιξη κι ήρθε ένα Καλοκαίρι
κι ένα πρωί που κουβαλά στους ώμους του το γέλιο
και ξάπλωσε αυτή εκεί μέσα στις μαργαρίτες
Τρεμόπαιξαν για μια  σταλιά τα μαύρα τα μαλλιά της
κι απλώθηκαν αθόρυβα πάνω στην πρασινάδα
και βγήκε ο ήλιος κι έλαμψε, κιτρίνισε η πλάση
και χάιδεψε το πρόσωπο και το γυρτό κεφάλι
κύλησαν  πάνω κι έπαιξαν κρυφτό οι ηλιαχτίδες
και ζέσταναν και έκαψαν κάθε βαρύ φορτίο.

Σαν άνοιξε τα μάτια της κι έκατσε στο χώμα
τον κόσμο γύρω κοίταξε λες και γεννιέται τώρα
Ο θόρυβος την τρόμαξε μα γέλασε με χάρη
σαν ένιωσε να πέφτουνε τα πρέπει στην ποδιά της

Και τίναζε και γύρναγε ολοένα το κεφάλι
και γέλαγε και θαύμαζε το χρώμα το γαλάζιο
και εκείνο εκεί το πούπουλο στο δέντρο κρεμασμένο

Μικρά μικρά τα θέλω της, πλήθος χαμομηλάκια
κολλήσανε στην πλάτη της, στο κόκκινο φουστάνι
και τα μαλλιά ανέμισαν στο φύσημα του ανέμου




Σέβη Κωνσταντινίδου
Φωτογραφία Pixabay








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Το έβγαλες;