Ημερολόγιο Ημέρας






Έκοψα τις φλέβες μου σήμερα μα δεν αισθάνθηκα τίποτα, ούτε πόνο, ούτε γεύση. Ένα μικρό κόψιμο ήταν άλλωστε. Υπάρχουν και εκείνα, τα πιο βαθιά που κανείς δεν τολμά να τ’ αγγίξει.
Ποια είμαι; Κοιτάζω τα πράγματα μου. Αυτά είναι τα βιβλία μου, τα ρούχα μου, οι φωτογραφίες μου, οι αναμνήσεις, η ιστορία μου. Όμως όλα μοιάζουν ξένα, σαν να μην είναι δικά μου, σαν να παρατηρώ κάποιον άλλο. Και τι είμαι; Είμαι γυναίκα; Είμαι άνδρας; Παιδί; Είμαι άνθρωπος; 
Πρόσωπα περνάνε από πάνω μου, μέσα μου μα δε νιώθω τίποτα. Θα έπρεπε; Άλλωστε όλα διαρκούν για λίγα λεπτά, για μια στιγμή. Όταν τελείωσε είπε κάτι. Εγώ δεν άκουσα και άρχισε να φωνάζει πως είμαι πολύ ψυχρή και πως δε θα ξαναρθεί. Ήθελα να κοιμηθώ. Μεθαύριο θα ερχόταν πάλι, όχι επειδή ένιωθε κάτι, νομίζω. Απλά είχε γίνει κι αυτό συνήθεια, ρουτίνα. Δεν τους αντέχω για πολύ ώρα. Αμέσως διώχνω τα πρόσωπα τους από τη μνήμη μου. Δεν θέλω να θυμάμαι. 
Μεγαλώσαμε και τα σπίτια μοιάζουν με φυλακή. Κάποιος είπε τη λέξη ασφάλεια. Οι τοίχοι κλείνουν γύρω μου και δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αχ αυτά τα γκρίζα, βαριά ντουβάρια κλείνουν μέσα τους καημούς, δάκρια, γέλια. Τις πιο τρελές και διεστραμμένες επιθυμίες σου. Τι θα γινόταν, αν έπαιρναν πνοή; Τίποτα μάλλον. Γνωρίζουν πόσο εφήμερη είναι η ύπαρξη μας. 
Κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου πως σπάω καθρέφτες. Δεν βγαίνει ήχος. Σιωπή.  Ξύπνησα σήμερα με ένα σπασμένο καθρέφτη δίπλα μου. Αλλοιωμένα είδωλα.
Οι άνθρωποι χαραμίζουν λέξεις και δίνουν υποσχέσεις που δε θα κρατήσουν . Έτσι νιώθουν πιο σημαντικοί, πιο δυνατοί από όσο είναι στην πραγματικότητα.. Τι νόημα έχει να μιλάς χωρίς να εννοείς αυτά που λες; Τόσες όμορφες λέξεις να γίνονται στάχτη…
Κάτι είχα να κάνω, αλλά το ξέχασα. Μπορεί να το θυμηθώ αργότερα. Συνέχεια ξεχνάω. Καλύτερα.
Χθες το πρωί κάποιος αυτοκτόνησε. Παρακολούθησε την τελευταία ανατολή και μετά πήδηξε από την κορυφή του κτηρίου. Ο κόσμος χάζευε βουβά σα να’ χε συνηθίσει το  θέαμα. Κάποιος, μάλιστα, έκανε και live μετάδοση. Συνήθεια κι αυτό. Πλησίασα όσο μπορούσα, μια έκφραση τρόμου υπήρχε στο άψυχο βλέμμα. Ήθελα να τον χαϊδέψω για πρώτη και στερνή φορά, δε μπόρεσα. Ο κόσμος έφυγε για να κάνουν οι αρχές τη δουλειά τους και σε μισή ώρα δεν είχε απομείνει τίποτα. Αυλαία. Άραγε, έμεινε κάποιος να θρηνήσει την απώλεια, την απουσία; Τελικά, η ζωή συνεχίζεται και χωρίς εσένα, φίλε μου.
Πότε θα νυχτώσει; Τώρα βρέχει. Μου αρέσει αυτή η πόλη, τόσο όμορφη και ψυχρή με τον γκρίζο της ουρανό. Και τους ανθρώπους. που δε νοιάζονται, γιατί τους έχει δοθεί αυτό το δικαίωμα. Το δικαίωμα στην αδιαφορία. Έγινε το σπίτι μου, γιατί εδώ μπορώ να είμαι εγώ. Στο κάτω – κάτω ποιος νοιάζεται για το τι κάνει ο τάδε ή ο δείνα. Ο καθένας έχει να παλέψει με τα δικά του θηρία.
Άκουσα τη φωνή της στο ραδιόφωνο σήμερα και την ερωτεύτηκα. Θα ψάξω να τη βρω. Να δώσω ένα πρόσωπο σε αυτή τη φωνή και στους στίχους που με στοιχειώνουν.
Η μοναξιά που δεν επιλέγεις και απλά παγιδεύεσαι μέσα σε αυτήν, χωρίς να το θέλεις, είναι αβάσταχτο φορτίο, ανυπόφορη, σου σκίζει τα σωθικά. Η μοναχικότητα σε γαληνεύει. Ηρεμείς από τη βαβούρα και τις παράλογες απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου.
Όλοι θέλουν να διώξουν τους «δαίμονες» τους. Εγώ μιλάω μαζί τους. Έχουν γίνει οι καλύτεροι μου φίλοι και εχθροί – γεμίζουν τις άδειες αλλά και τις ανούσιες νύχτες. Μαθαίνεις πολλά για τον εαυτό σου, τους πόθους και τα λάθη σου. 
Κάποιος έλεγε ότι μπορείς να γυρίσεις όλο το σύμπαν κι αυτό που γυρεύεις να είναι ακριβώς δίπλα σου και εσύ να μην το βλέπεις. Ισχύει και κάτι άλλο, νομίζω. Καμιά φορά αυτό που ψάχνεις, δεν υπάρχει. Έτσι είναι η ζωή. Υπάρχουν άπειρες πιθανότητες και μια από αυτές είναι να καταλήξεις μόνος. Μην το φοβάσαι. Χειρότερη μοίρα από το να καταλήξεις μόνος, ενώ είσαι μαζί με κάποιον, δεν υπάρχει. 
Θυμάμαι τα μάτια σου. Είναι το μόνο που δεν μπόρεσα να ξεχάσω κι ας πέρασε ο καιρός. Παράξενο. Ό,τι πιο όμορφο έχω δει. Κάνουν μια γερασμένη ψυχή ξανά παιδί και μια σκουριασμένη καρδία να χτυπά. Ξέρω πως θα τα κουβαλάω μέσα μου μέχρι να πεθάνω. Ας είναι. 
Σκόρπιες σκέψεις στο χαρτί. Αυτά τα γράφει κάποιος άλλος, ένας ξένος, όχι εσύ. Εσύ είσαι ο αφηγητής σε μια ταινία που έχει το πρόσωπο σου, το όνομα σου, το σώμα σου. Και διηγείσαι κι άλλες ιστορίες ξένες, ανύπαρκτες, φανταστικές, καλές και κακές. Αλλάζεις  πρόσωπα και σώματα, αρώματα, χρώματα και εποχές. Θα τα διαβάσει κανείς; Είναι καλό; Αγωνία. Τι σημασία έχει; Πλήρωσες το «χρέος» σου. Έκανες αυτό που ήθελες. 
Βράδιασε επιτέλους. Ήρθε η ώρα να βγεις. Σε ένα μπαρ στα σκοτεινά, να γίνεις ένα με τη μουσική. Τι ανακούφιση. Ίσως γράψεις και μια ιστορία. Ποιος ξέρει;
Αυτά για σήμερα. Αύριο πάλι. Ίσως.



Μαρία Ορτουλίδου
Φωτογραφία Κέλλυ Ποζουκίδου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ποδιά της μάνας

Το έβγαλες;