Αναρτήσεις

Η ποδιά της μάνας

Εικόνα
          Το πέτρινο σπίτι του έστεκε θεοσκότεινο. Αρχοντόσπιτο, το θυμόταν στις δόξες του με γλέντια και χαρές. Η μάνα του, η Αναστασιά, είχε την αυλή πεντακάθαρη, γύρω γύρω περιποιημένα πολύχρωμα χαλάκια από λουλούδια και στη μέση έστεκε το πηγάδι πετροστολισμένο με μεράκι από τον συχωρεμένο τον παππού του. Συνήθως στο χωριό σε ένα σπίτι συνυπήρχαν οικογένειες ενώ εδώ κατοικούσε μόνο η οικογένεια του Γιωργή. Μέσα είχε ένα μεγάλο οντά με έναν πυρομάχο που δεξιά και αριστερά είχε μεντερλίκια στρωμένα με κόκκινες φλοκάτες τις οποίες στόλιζαν λευκά μαξιλάρια από τα προικιά της μάνας.      Η κουζίνα τους όμως ήταν το καλύτερο σημείο του σπιτιού. Ήταν μέσα στο σπίτι και όταν η μάνα μαγείρευε, ευωδίαζε παντού. Υπήρχε ζωή εκεί μέσα και ο Γιωργής την έβλεπε σαν ένα ανθρώπινο μελίσσι. Η μάνα να μαγειρεύει, οι δίδυμες παρακόρες να συμμαζεύουν και γυναίκες να μπαινοβγαίνουν. Οι φιλενάδες της μάνας που πετάγονταν για λίγο να πουν τα δικά τους, η γειτόνισσα που ερχόταν να δανειστεί κάτι και ξεχνι

Προσευχή

Εικόνα
  Κύριε,  φύλαξέ με από το Εγώ που γιγαντώνεται,  που γίνεται μπαλόνι  κι ανεβαίνει  κι ύστερα ξεφούσκωτο  ακουμπά μονάχο του  στο χώμα με τα αγκάθια... Σεβαστή Κωνσταντινίδου Πίνακας: Alena Hennesy

Το βλέμμα του λύγκα

Εικόνα
Στο Τμήμα   Έξω είχε ξεσπάσει μπόρα. Μόλις είχε μπει στο γραφείο του. Άφησε σε μια γωνιά την ομπρέλα. Έκατσε σε μια δερμάτινη μαύρη καρέκλα και περίμενε. Κοίταξε κάτω. Τα σνίκερς της είχαν λερώσει τα γκρι πλακάκια και οι κάλτσες της ήταν μούσκεμα. Το τζιν μπουφάν της κολούσε πάνω της. [....]  Έπιασε με ένα λάστιχο τα μαλλιά της σε ένα σφιχτό κότσο. Πρέπει να είχαν τα χάλια τους. Έσφιξε στην αγκαλιά της την τσάντα της για να μην φαίνεται η νευρικότητα των χεριών της. Πέθαινε για ένα τσιγάρο. Βρισκόταν στο Τμήμα και έπρεπε να μιλήσει. Ύστερα από λίγο, ήρθε κι ο αστυνομικός.   "Λοιπόν...", της είπε.   Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, του είπε.   "Τον δολοφόνησαν!"  Ελένη Χ. Γκόρα, Το βλέμμα του λύγκα  Εκδόσεις 24γράμματα  Φωτογραφία: Σεβαστή Κωνσταντινίδου  Πίνακας: Τούλα Χαριτίδου
Εικόνα
  Αχ, να ήσουν ανοιξιάτικη βροχούλα να 'πεφτες τρυφερά πάνω στα χείλη μου μέχρι τις ρίζες μου να νιώσω τη δροσιά σου. Κόμπους να κάνουν τα κλαδιά μου τα ξερά χλωρά φυντάνια να φυτρώσουν στο κορμί μου άνθη λευκά, χαλί τα πέταλα στο βήμα μου στα μάτια μου ανέγγιχτο το φως. Σαν πρωτογέννητη λαλιά, σαν το ρυάκι που έβρεξες τα χέρια σου* θυμάσαι; Ίσως θυμάσαι τη δροσιά πάνω στο δέρμα ίσως θυμάσαι αμυδρά το θρόισμα των φύλλων ίσως θυμάμαι μια αιθέρια μελωδία. Αχ, να 'σουν ανοιξιάτικη βροχούλα με φρέσκο έρωτα τα χέρια μου ν' ανοίξω με μάτια διάπλατα στο φως να σε καλωσορίσω. Κασσιανή Μαρτινάκη, Του έρωτα και της σιωπής Εξώφυλλο: Δημήτρης Γεωργαλάς Λογοτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Παπακωνσταντίνου Φωτογραφία: Σεβαστή Κωνσταντινίδου

Ανοικτή αγκαλιά

Εικόνα
  Με τα μαλλιά λυτά και το μαντήλι στους ώμους περιμένεις στο σκαλοπάτι της αυλής το μακρύ φόρεμα σκεπάζει τα λυγερά σου πόδια ενώ μια πασχαλίτσα σουλατσάρει στο μπράτσο το γυμνό Κάτω από τον ίσκιο της ελιάς μαζεύεις αγκαλιά τον ήλιο απλώνεις τις παλάμες και το φως κυλάει πάνω μου Πού είναι η μαμά; ρωτάω Πετάχτηκε κάπου, απαντάς και το κρινένιο χέρι σου δείχνει εκείνη την πασχαλίτσα που τώρα περπατάει στα ακροδάκτυλά σου Κάθομαι δίπλα σου σκαρφαλώνω στην ανοικτή αγκαλιά κλίνω το κεφάλι μου στον ώμο σου κι ενώ εσύ με σκεπάζεις με το μαφόριο εγώ σου ψιθυρίζω Μυρίζεις γιασεμί, Παναγιά μου Κωνσταντινίδου Σεβαστή, Ανθολόγιο, Συλλογικό, εκδόσεις αλάτι. Πίνακας: Alena Hennesy

Το κυνήγι

Εικόνα
  Μέρες που ψάχνω, κυνηγώ, παρακαλώ τις λέξεις. Άλλες από ντροπή μου κρύβονται, άλλες τα πενιχρά κουρέλια τους μου δείχνουν. Άλλες, που τη φωνή τους έχασαν, τρέχουνε μακριά να βρουν το νόημά τους. Άλλες σιωπή μου πρόσταξαν. Καιρός για λόγια δεν είναι, μου έγνεψαν με λυπημένο βλέμμα. Αρκεί της ομορφιάς της θνήσκουσας, της λαβωμένης της ζωής ο θρήνος. Μαρία Κουτούση Σύψα, Σε δρόμους μυστικούς, Σέρρες 2022

Γλυφό νερό

Εικόνα
  Όχι, μη σας μπερδεύει η εικόνα, δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα στη γωνιά ούτε πεινούσα ούτε κρύωνα ούτε η γιαγιά μου ήταν αστέρι στον ουρανό. (...) Όχι, μη σας μπερδεύει η εικόνα, η γιαγιά μου δεν διηγούνταν αυτά για τον κακό τον λύκο που παραμόνευε στο δάσος το κοριτσάκι με τον κόκκινο σκούφο ούτε για την πριγκίπισσα που έφαγε το φαρμακωμένο μήλο απ΄ την κακιά μητριά κι ήρθε το βασιλόπουλο να τη σώσει. Ούτε καν τα ήξερε αυτά. Αργότερα τα διάβασα κι εγώ. Η γιαγιά έλεγε μόνο για νεράιδες που χόρευαν τα βράδια στα γεφύρια κι αγαπούσαν τα όμορφα παλληκάρια, σαν κι αυτό που θα ερχόταν να με πάρει, πάνω στο άσπρο άλογο. Για κείνη την ημέρα που θα μ' έντυνε νύφη μού μιλούσε, νεράιδα τώρα εγώ μέσα στο άσπρο φόρεμα, το ασημοκεντημένο, με αυτό θα με ξεπροβόδιζε από το σπίτι μας, και με τα "χρυσαφένια" μου και με τα "φεγγαρένια" μου με κοίμιζε στην αγκαλιά της. Δεν ήμουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα γλυφό νερό, Αθηνά Παπανικολάου, εκδόσεις ενύπνιον